υλοζωΐα
Смотреть что такое "υλοζωΐα" в других словарях:
υλοζωία — η, Ν (φιλοσ.) ο υλοζωισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύλη + ζωή + κατάλ. ία] … Dictionary of Greek
υλοζωία — η ο υλοζωισμός (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υλοζωικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υλοζωισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < υλοζωία. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Περ. Γρηγοριάδη] … Dictionary of Greek
υλοζωισμός — Φιλοσοφική θεωρία που εκλαμβάνει ακόμα και την υλική πραγματικότητα ως κάτι ζωντανό και έμψυχο. Ιστορικά, ως υλοζωιστική χαρακτηρίζεται η φιλοσοφία των πρώτων Ελλήνων φιλόσοφων και ιδιαίτερα του Θαλή, που αντλούσε την πεποίθησή του αυτή από την… … Dictionary of Greek
υλοζωιστής — ο, θηλ. υλοζωίστρια, Ν οπαδός τού υλοζωισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < υλοζωία + ιστής*. Η λ., στον λόγιο πληθ. τ. ὑλοζωϊσταί, μαρτυρείται από το 1889 στον Θ. Ι. Μιχαλόπουλο] … Dictionary of Greek
υλοζωικός — ή, ό που ανήκει ή αναφέρεται στην υλοζωία (βλ. λ.): Υλοζωική διδασκαλία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υλοζωισμός — ο φιλοσοφική και κοσμογονική θεωρία που δέχεται ότι η ύλη συνδέεται άρρηκτα με τη ζωή, η οποία είναι μία από τις ιδιότητες της ύλης, η υλοζωία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)